- χειρομεγαλία
- η, Νιατρ. παθολογική υπερτροφία τών δαχτύλων τών χεριών, που οφείλεται σε πάθηση τού νωτιαίου μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chiromegaly < χειρ(ο)-* + μεγάλος + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.